μαζώνω

μαζώνω
(αόρ. (ε)μάζωξα) см. μαζεύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαζώνω" в других словарях:

  • μαζώνω — μαζώνω, μάζωξα βλ. πίν. 29 Σημειώσεις: μαζώνω, μαζώνομαι : περίπου συνώνυμο του μαζεύω, απαντάται όμως σπανιότερα στην κοινή νεοελληνική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαζώνω — (Μ μαζώνω) [μάζα] μαζεύω μσν. φρ. α) «μαζώνω τὴ βουλή μου» παίρνω απόφαση β) «μὲ μαζώνει ὁ Χάρος» πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μαζώνω — μτβ., μάζωξα, μαζώχτηκα, μαζωμένος, βλ. μαζεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] …   Dictionary of Greek

  • αμάζωτος — η, ο βλ, αμάζευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μαζωτός < μαζώνω] …   Dictionary of Greek

  • αμάζωχτος — η, ο βλ. αμάζευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. τού ρήμ. μαζώνω] …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • μάζω — (συν. στον μέλλ. μάσω και τον αόρ. έμασα) μαζεύω, μαζώνω («πρέπει να μάσω το τραπέζι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμάζω < ὁμάς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • μάζωμα — Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεβέζης. * * * το (Μ μάζωμα) [μαζώνω] το μάζεμα νεοελλ. παλμός, φόρα, αλλ. παραμάζωμα («πήρα μάζωμα και πήδησα το ρυάκι») μσν. 1. περισυλλογή 2. πλήθος 3. (ως πρόθ.) μαζί με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»